δεινοπαθῶ

δεινοπαθῶ
δεινοπαθέω
complain loudly of sufferings
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
δεινοπαθέω
complain loudly of sufferings
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δεινοπαθώ — δεινοπαθώ, δεινοπάθησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δεινοπαθώ — (AM δεινοπαθῶ έω) νεοελλ. υφίσταμαι δεινά, ταλαιπωρούμαι φοβερά μσν. στενοχωριέμαι αρχ. παραπονιέμαι με φωνές για τα παθήματά μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + παθώ < παθής < πάθος. Η μαρτυρούμενη αρχ. λ. δεινοπαθής είναι μτγν.] …   Dictionary of Greek

  • δεινοπαθώ — ησα, δεινοπαθημένος, κακοπαθώ, υποφέρω, δυστυχώ, ταλαιπωρούμαι: Δεινοπάθησα για να φτάσω εδώ που βρίσκομαι στη ζωή μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναξιοπαθώ — ( έω) (Α ἀναξιοπαθῶ) [αρχ. αμάρτ. τύπος ἀναξιοπαθής] δεινοπαθώ άδικα, χωρίς να φταίω αρχ. αγανακτώ επειδή δεινοπαθώ άδικα …   Dictionary of Greek

  • αγανακτώ — και χτώ και κτίζω και χτίζω [Α ἀγανακτῶ ( έω)] δυσανασχετώ, δυσαρεστούμαι, οργίζομαι, εκνευρίζομαι νεοελλ. Ι (αμτβ.) 1. κάνω ή αποκτώ κάτι με δυσκολία, στενοχωριέμαι, δεινοπαθώ 2. αδημονώ 3. κουράζομαι, αποκάνω, απαυδώ (μτβ.) 1. εξοργίζω,… …   Dictionary of Greek

  • δεινοπάθεια — η (AM δεινοπάθεια) [δεινοπαθώ] νεοελλ. φοβερή ταλαιπωρία αρχ. μσν. μεμψιμοιρία, παράπονο …   Dictionary of Greek

  • δεινοπάθημα — το φοβερό πάθημα, δεινή ταλαιπωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεινοπαθώ. Η λ. μαρτυρείται στο Λεξικό τής Ελληνικής Γλώσσης τού Αθαν. Σακελλαρίου] …   Dictionary of Greek

  • δεινοπάθηση — η (AM δεινοπάθησις) [δεινοπαθώ] η δεινοπάθεια …   Dictionary of Greek

  • δεινός — ή, ό (AM δεινός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που προκαλεί δέος, φοβερός («δεινή συμφορά, καταστροφή κ.λπ.», «κάμπους τοὺς πολλοὺς καὶ τὰς δεινὰς κλεισούρας», «δεινὸς δ εἰς ὦπα ἰδέσθαι» που η εμφάνισή του προκαλεί τρόμο) 2. πολύ ικανός, δυνατός («δεινός… …   Dictionary of Greek

  • εναλγούμαι — ἐναλγοῡμαι ( έομαι) (Μ) υποφέρω, δεινοπαθώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”